Γιατί γίνεται ουρολοίμωξη στην εγκυμοσύνη;
Η ασυμπτωματική βακτηριουρία αποτελεί μια από τις πιο συχνές λοιμώδεις επιπλοκές της εγκυμοσύνης. Η επίπτωση της βακτηριουρίας στην εγκυμοσύνη είναι η ίδια, όπως στο γενικό πληθυσμό και κυμαίνεται μεταξύ 4-7%. Ωστόσο, η κλινική της σημασία είναι μεγαλύτερη στην εγκυμοσύνη, καθώς το 1-2% του συνόλου των εγκύων και 20-40% των εγκύων με ασυμπτωματική ουρολοίμωξη αναπτύσσουν οξεία πυελονεφρίτιδα και το 1-2% συμπτωματική ουρολοίμωξη, με συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο για πρόωρο τοκετό, αύξηση της περιγεννητικής νοσηρότητας του νεογνού, εμφάνιση αναιμίας, υπέρτασης και εκλαμψίας της εγκύου.
Οι ουρολοιμώξεις στις εγκύους εμφανίζονται συνήθως μεταξύ 9ης και 17ης εβδομάδας και ευνοούνται από ανατομικές και φυσιολογικές αλλαγές που προκαλούνται στο ουροποιητικό σύστημα. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν την αύξηση του μεγέθους των νεφρών, την ατονία των λείων μυών του αποχετευτικού συστήματος και της ουροδόχου κύστης λόγω των αυξημένων επιπέδων της προγεστερόνης, την αυξημένη νεφρική λειτουργία (αύξηση της σπειραματικής διήθησης κατά 30-50%) και τη συνεπαγόμενη αύξηση της αιματικής ροής στους νεφρούς, την αύξηση του pH των ούρων και τη μείωση του περισταλτισμού των ουρητήρων.
Η κυριότερη πάντως μεταβολή κατά την εγκυμοσύνη είναι η διάταση των ουρητήρων, η οποία είναι αποτέλεσμα της πίεσης της μήτρας προς την ουροδόχο κύστη, προκαλώντας ατελή κένωση αυτής, και προς τους ουρητήρες προκαλώντας διάταση αυτών, κυρίως όμως λόγω της χάλασης των λείων μυϊκών ινών τους, συνεπεία των αυξημένων επιπέδων της προγεστερόνης. Η μεταβολή αυτή επισυμβαίνει κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, γεγονός που εξηγεί το υψηλό ποσοστό εμφάνισης οξείας πυελονεφρίτιδας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Πώς αντιμετωπίζεται η ουρολοίμωξη στην εγκυμοσύνη;
Η αντιβιοτική αγωγή χορηγείται με βάση την καλλιέργεια ούρων και το αντιβιόγραμμα. Συνήθως χορηγείται αμπικιλλίνη (αμοξυκιλλίνη) και άλλες β-λακτάμες ή κεφαλοσπορίνες 2ης γενιάς όπως και νιτροφουράνια για 7 ημέρες. Απαιτούνται καλλιέργειες ούρων 1 εβδομάδα και 2 εβδομάδες μετά τη θεραπεία για τυχόν υποτροπή της νόσου, και έκτοτε και μέχρι τον τοκετό ανά 15 ημέρες. Αμινογλυκοσίδες μπορούν να χορηγηθούν αλλά με μεγάλη προσοχή λόγω της γνωστής ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας, αλλά όχι μεταξύ 5-7 μήνα λόγω της οργανογένεσης του ωτός.
Οι κινολόνες αντενδείκνυνται επειδή δρουν στο DNA, οι τετρακυκλίνες γιατί προκαλούν ερυθρό χρωματισμό των οδόντων, η τριμεθοπρίμη το 1ο τρίμηνο και οι σουλφοναμίδες το τελευταίο τρίμηνο γιατί προκαλούν νεογνικό ίκτερο. Εάν η ουρολοίμωξη εμμένει λόγω των διατάσεων των ουρητήρων, ενδείκνυται η τοποθέτηση αυτοσυγκρατούμενων ουρητηρικών καθετήρων (double J). Η προφυλακτική αγωγή επί υποτροπών είναι επιβεβλημένη και γίνεται με μακροχρόνια χορήγηση κεφαλεξίνης 125-250 mg ημερησίως ή εάν δεν υπάρχει ανεπάρκεια G6PD, νιτροφουραντοΐνης 50 mg ημερησίως προ της νυκτερινής κατάκλισης. Εάν οι υποτροπές σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή, συνιστάται η χορήγηση των ανωτέρω φαρμάκων αμέσως μετά την επαφή. Σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις κατά την εγκυμοσύνη, πρέπει να γίνεται πλήρης ουρολογικός και απεικονιστικός έλεγχος μετά τον τοκετό.